μεταμισγω

μεταμισγω
    μεταμίσγω
    μετα-μίσγω
    (только praes. и impf.) Hom. = μεταμίγνυμι См. μεταμιγνυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταμισγω" в других словарях:

  • μεταμίσγω — (Α) αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατώνω μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • μεταμείξομεν — μεταμίσγω mix among aor subj act 1st pl (epic) μεταμίσγω mix among fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέμισγον — μεταμίσγω mix among imperf ind act 3rd pl μεταμίσγω mix among imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμίσγειν — μεταμίσγω mix among pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μεταμείξας — μεταμείξᾱς , μεταμίσγω mix among aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμίξειν — μεταμί̱ξειν , μεταμίσγω mix among fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»